- προεπινοῶ
- προεπινοέωobservepres subj act 1st sg (attic epic doric)προεπινοέωobservepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεπινοώ — έω, ΜΑ 1. συλλαμβάνω με τον νου, με τη σκέψη προηγουμένως 2. παρατηρώ, εξετάζω προηγουμένως … Dictionary of Greek
προεπίνοια — ἡ, Α [προεπινοῶ] η εξέταση εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek